susurrar - ορισμός. Τι είναι το susurrar
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι susurrar - ορισμός


susurrar      
susurrar (del lat. "susurrare")
1 intr. Producir un ruido sordo y suave, agradable; como el de un arroyo o el del viento entre el follaje. Bisbisear, mistar, murmurar, musitar, decir al oído, rutar, suspirar, decir en voz baja, zumbar. Murmullo, susurrido, susurro.
2 Hablar sin voz. *Murmurar, musitar. En forma pronominal impersonal, decirse una noticia unas personas a otras con reserva. Rumorearse.
susurrar      
fig. Moverse con ruido suave y remiso el aire, el arroyo, etc.
verbo prnl.
Empezar a divulgarse una cosa secreta.
susurrar      
Sinónimos
verbo
2) rumorear: rumorear, sonar, correr la voz
Antónimos
verbo
vocear: vocear, gritar
Palabras Relacionadas
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για susurrar
1. "Gracias a aquello aprendí a tocar la guitarra, a susurrar, a manejar las sutilezas.
2. Y en cuanto a Taiana, habrá que ver si aunque quiera puede callar o susurrar cuando esté forzado a acompańar las posiciones de Kirchner.
3. Mi madre le decía: ‘Mira a Peret, todos los días en la televisión, no sé cómo no te revuelves’. A gritos, que mi madre no era de susurrar”. coincide rosario con las anécdotas de músicos convocados para ensayar con él.
Τι είναι susurrar - ορισμός